Τετάρτη, 06 Μαρτίου 2013 19:40

Η ΕΡΕΤΡΙΑ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΑ (ΓΙΑΝΝΗ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ ΜΑΓΚΟΥΤΑ)

Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(4 ψήφοι)

 

     (Μελανηίς – Αρότρια – Ερέτρια)

Η διπλή ιστορία της πόλης

Της αρχαίας πόλης-κράτους και της ιδρυθείσας μετά την απελευθέρωση

Προλεγόμενα

   Η Ερέτρια βρίσκεται στην Κεντρική Εύβοια, 20 χιλιόμετρα περίπου ΝΑ της Χαλκίδας. Από την Αθήνα απέχει 100 χιλιόμετρα, μέσω Χαλκίδας-Ψηλής γέφυρας, και μέσω Ωρωπού 50 χιλιόμετρα, έπειτα από ένα εικοσάλεπτο πέρασμα του Ευβοϊκού με πορθμείο. 

             

            Προς τα βόρεια υψώνεται ο λόφος Καστέλι (υψ.125 μ.), η αρχαία ακρόπολη της Ερέτριας, ενώ από τα νότια την αγκαλιάζουν τα γαλάζια και συνήθως ήρεμα νερά του Ευβοϊκού.

Λίγο βορειότερα, πάνω από τους λόφους και τις πεδινές εκτάσεις της ευρύτερης περιοχής, δεσπόζει το Βουδόχι, μια απ’ τις κορφές του μικρού μας Ευβοϊκού ή Ερετρικού Ολύμπου (υψ. 797 μ.). Ο Όλυμπος και το Σερβούνι/Κοτύλαιο, που διακρίνεται στα ανατολικά, ήσαν βουνά αφιερωμένα στην λατρεία της θεάς Αρτέμιδας.

Η πόλη έχει ένα υπέροχο πολεοδομικό σχέδιο με μεγάλες πλατείες και φαρδιούς δρόμους. Διαθέτει πολύ καλή αγορά με διάφορα καταστήματα όπου μπορεί να βρει κανείς τα πάντα. Επίσης, υπάρχουν Τράπεζες, Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, ΚΕΠ, ιατρεία ποικίλων ειδικοτήτων, διάφορα τεχνικά συνεργεία, όπως και μεγάλη ποικιλία  από ταβέρνες, εστιατόρια, καφενεία, αρτοποιεία, ζαχαροπλαστεία κλπ.

Στον τομέα του τουρισμού η Ερέτρια ελκύει το διεθνές ενδιαφέρον εδώ και πολλά χρόνια. Στην ευρύτερη περιοχή της υπάρχουν αρκετά ξενοδοχεία, όπως και ενοικιαζόμενα δωμάτια, για κάθε βαλάντιο. Τα καλοκαίρια η πόλη κατακλύζεται από Έλληνες και ξένους τουρίστες, οι οποίοι έρχονται να απολαύσουν τις ωραίες και γραφικές της παραλίες, αλλά και την ενδοχώρα.

Η αρχαία πόλη

Όπως είναι γνωστό, η Ελλάδα στα αρχαία χρόνια δεν ήταν ένα ενιαίο κράτος, με την έννοια που δίνουμε σήμερα σ’ αυτό. Απαρτιζόταν από πολλά ανεξάρτητα κράτη, ή μάλλον από πόλεις-κράτη, με κάποια ενδοχώρα, και καθεμιά είχε δική της κυβέρνηση και δικούς της νόμους, που πολλές φορές μάλιστα έρχονταν και σε σύγκρουση μεταξύ τους.

Μια τέτοια πόλη-κράτος ήταν και η Ερέτρια, η οποία συνέβαλε πολύ στην ανάπτυξη και τη διάδοση του ελληνισμού και του ελληνικού πολιτισμού, κατέχοντας μια αξιοζήλευτη θέση ανάμεσα στις αρχαίες πόλεις.

Η περιοχή της κατοικείται συνεχώς από τις αρχές της 3ης χιλιετίας π.Χ  Όμως,την ιστορία τηςοφρυόεσσας[1] πόλης παρακολουθούμε χωρίς διακοπές ήδη από τον 8ο αιώνα π.Χ. μέχρι το 87 π.Χ.

            Παρουσιάζεται νωρίς στην ιστορία, αφού είχε πάρει μέρος ακόμα και στον Τρωικό Πόλεμο. Ο Όμηρος την αναφέρει με τον τύπο Ειρέτρια στον κατάλογο των νηών, των πλοίων που πήραν μέρος σ’ εκείνη τη μακρόχρονη εκστρατεία.

Η Ερέτρια από πολύ παλιά διέθετε υπέροχο λιμάνι, είχε άριστα οργανωμένο ναυτικό και ήταν η σημαντικότερη αρχαία πόλη της Εύβοιας μετά τη Χαλκίδα. Με αυτάρκεια πρωτοεμφανίζεται στα μέσα του 8ου αι. π.Χ. Τον ίδιο αιώνα πρωταγωνίστησε και στον αποικισμό της Μεσογείου. Σημαντικό ρόλο έπαιξε και στην εξέλιξη των κυριότερων γεγονότων του 5ου και 4ου αιώνα π.Χ.

          Με την ιστορία της πόλης και τον αρχαιολογικό της πλούτο έχουν ασχοληθεί πολλοί Έλληνες και ξένοι επιστήμονες, γι’ αυτό και γνωρίζουμε αρκετά για τον σπουδαίο ρόλο που έπαιξε εκείνους τους μακρινούς χρόνους.

Ο καθηγητής Νικ. Κοντολέων, σε μελέτη του για τους Αειναύτες της Ερέτριας, επισημαίνει τον κυριολεκτικά πρώτο ρόλο, μεταξύ όλων των ελληνικών πόλεων, που διαδραμάτισε η Ερέτρια ως ναυτική δύναμη κατά τον 8ο αιώνα π.Χ. και την χαρακτηρίζει θαλασσοκράτειρα.

Επίσης ο ιστορικόςΔιόδωρος ο Σικελιώτης μάς πληροφορεί ότι η Ερέτρια ήταν θαλασσοκράτειρα από το 505 μέχρι το 490 π.Χ., ενώ ο Ηρόδοτος αναφέρει πως η πόλη συμμετείχε και στην εξέγερση της Μικρασιατικής Μιλήτου κατά των Περσών το 499 π.Χ.[2]

Να προστεθεί ότι οι Ιππείς, οι πλούσιοι γαιοκτήμονες της Ερέτριας εκείνης της εποχής, έτρεφαν και υπέροχα άλογα, πολλά από τα οποία γύμναζαν κατάλληλα, για να παίρνουν μέρος και στους πολέμους. Έτσι, η πόλη όταν βρισκόταν σε αντιπαράθεση με άλλες πόλεις-κράτη, είχε στη διάθεσή της και ένα τέλεια προετοιμασμένο ιππικό.

              Οι Ρaul Αuberson και Karl Scefold (Ερέτρια, Αρχαιολογικός Οδηγός 1973) γράφουν ότι κατά την πρώιμη αρχαϊκή περίοδο (8ος και 7ος αιώνας π.Χ.) η ακμή της Ερέτριας συνοδευόταν και από πολιτική ισχύ μεγαλύτερη κι απ’ αυτή της Αθήνας, ενώ ο WilliamPitkinWallace (1961) λέει ότι στην κλασική περίοδο και για μεγάλο χρονικό διάστημα ήταν η σπουδαιότερη πόλη της Εύβοιας και πρωτεύουσα του νότιου τμήματος του νησιού, εκτός από τη μικρή πεδιάδα της Καρύστου.

             Με τις ανασκαφές που έγιναν ήρθαν στο φως υπέρλαμπροι ναοί, ένα υπέροχο Θέατρο, άριστα κατασκευασμένες Στοές, θαυμάσια Γυμνάσια και διάφορα άλλα κτήρια. Επίσης, φανταστικές -για εκείνη την εποχή- κατοικίες, τάφοι, νεκροταφεία και μια σπουδαία οχύρωση της Ακρόπολης και της πόλης.

Τα αρχιτεκτονικά ερείπια που ανακαλύφτηκαν είναι αξιόλογα και σε ποσότητα και σε ποιότητα. Ανάμεσά τους βρέθηκε και ένα πλήθος από διάφορες επιγραφές, όπως και πολυάριθμες κοπές νομισμάτων. Η  Ερέτρια μάς κληροδότησε ακόμα και εξαιρετικά ψηφιδωτά, γλυπτά, έργα κεραμικής κ. ά.

Οι αρχαιολογικές έρευνες της πόλης άρχισαν από το 1436, με την αποκάλυψη του αρχαιολογικού χώρου από τον περιηγητή αρχαιολόγοΚυριακό τον Αγκωνίτη και συνεχίστηκαν κατά τον 19ο αιώνα από διάφορους περιηγητές: αρχαιολόγους, ιστορικούς, φιλολόγους, όπως και από γεωλόγους, μηχανικούς και τοπογράφους.

Ο Coronelliτο 1687 αναφέρει την Ερέτρια ως αρχαία πόλη.

Το 1805 την επισκέφτηκε και έκανε μια σύντομη περιγραφή της ο WilliamMartinLeake, ενώ το 1814 άρχισε η έρευνά της από τον Άγγλο αρχιτέκτονα RobertCockerell, ο οποίος αποτύπωσε με  επιμέλεια τα τείχη της Ακρόπολης και το Στάδιο.

Το 1834 ο Βαυαρός αρχιτέκτοναςEduardSchaubert, λαμβάνοντας υπόψη του το τοπογραφικό του J. B. Beck, όπως και τα μέχρι τότε γνωστά ερείπια της αρχαίας πόλης, έφτιαξε το σχέδιο μιας νεοκλασικής Ερέτριας.

Λίγο αργότερα, αργά άλλα σταθερά, η πόλη άρχισε να οικοδομείται. Σήμερα ένα μεγάλο τμήμα της έχει σκεπαστεί από παλιές και νέες οικοδομές.  

Το 1844 σημαντικές πληροφορίες για την πόλη μάς δίνει και ο Γερμανός καθηγητής L. Ross, ο οποίος περιγράφει το Θέατρο και την Ακρόπολη με τα τείχη[3].

Ο Ρος είχε έρθει στην Ερέτρια και το 1833. Τότε, λέει, ξεχώριζαν στο κοίλωμα (του Θεάτρου) μερικές πέτρινες έδρες, καθώς και τα θεμέλια του οικοδομή-ματος της σκηνής. Και προσθέτει (το 1844), ότι από τον καιρό που οι Ψαριανοί άρχισαν να κάνουν εδώ συνοικισμό, πολλά από τα ερείπια της αρχαίας πόλης χρησι-μοποιήθηκαν για τις νέες οικοδομές (Αρχείο Ευβοϊκών Μελετών, τόμ. Ζ΄, σελ.305).     

Το 1850 σημαντικές πληροφορίες για την πόλη μάς δίνει και ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής (1809-1892),Γραμματέας της Αρχαιολογικής Εταιρείας, ο οποίος περιγράφει το Θέατρο και την Ακρόπολη με τα τείχη.

Τις ανασκαφές άρχισε το 1885 ο καθηγητής, ακαδημαϊκός Χρήστος Τσούντας (1857-1934)φέρνοντας στο φως το Νεκροταφείο της πόλης.

Λίγα χρόνια αργότερα, από το 1891 και μέχρι το 1895, η Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών της Αθήνας (ASCSA) ερεύνησε το Θέατρο, τον δίπλα σ’ αυτό ναό του Διονύσου, το Γυμνάσιο και τα τείχη της πόλης.

Την περίοδο από το 1897 μέχρι και το 1900, ο καθηγητής, ακαδημαϊκός Κωνσταντίνος Κουρουνιώτης (1872-1945) έκανε ανασκαφές στο ναό του Δαφνηφόρου Απόλλωνα, στη Δυτική Πύλη, στην Κρήνη, στο Θεσμοφόριο, στον Μακεδονικό Τάφο, στο κάτω Γυμνάσιο και στα Ρωμαϊκά Λουτρά, που βρίσκονται κοντά στο Λιμάνι.

Ο Γεώργιος Παπαβασιλείου (1846-1915), φιλόλογος γυμνασιάρχης, την πρώτη δεκαετία του 1900 έκανε ανασκαφές σε νεκροταφεία και τάφους της περιοχής της Ερέτριας. 

Το 1915 ο αρχαιολόγος καθηγητής Ν. Παπαδάκης δημοσίευσε στο «Αρχαιολογικό Δελτίο» για τις ανασκαφές που είχε κάνει στο Ισείο, στο ιερό της θεάς Ίσιδας το 1914.

Η Ιωάννα Κωνσταντίνου (1907-1989) τη δεκαετία του 1950 ερεύνησε το ναό του Δαφνηφόρου Απόλλωνα. Το 1956, με τη συνεργασία του Γιάννη Τραυλού (1908-1985) αποκάλυψε μέρος της μνημειώδους Κρήνης, που βρίσκεται ανατολικά του ναού του Δ. Απόλλωνα.

Ακολούθως η Ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία και η Αρχαιολογική Εταιρεία ασχολήθηκαν συνεχώς με τις ανασκαφές στην περιοχή της Ερέτριας.

Από το 1964 έχει αναλάβει και η Ελβετική Αρχαιολογική Αποστολή, γνωστή από το 1975 και μετά ωςΕλβετική Αρχαιολογική Σχολή στην Ελλάδα, ένα τμήμα των ανασκαφών (Δυτική Πύλη, Αρχοντόσπιτα, Κατοικία με τα Ψηφιδωτά, ναός του Δαφνηφόρου Απόλλωνα κ.ά.). Τελευταία Ελβετική Αρχαιολογική Σχολή –η οποία το 2007 τιμήθηκε με δίπλωμα για την προσφορά της από το Υπουργείο Πολιτισμού- έχει αρχίσει έρευνες για την αποκάλυψη του ναού της Αμαρυσίας Αρτέμιδας.

Μια σημαντική ανασκαφή, κατά τη δεκαετία 1974-1984, έκανε ο Πέτρος Θέμελη, ο οποίος ερεύνησε μεγάλο οικοδομικό συγκρότημα απέναντι και νότια από το σπίτι με τα μωσαϊκά. Το πιο σημαντικό απ’ τα ευρήματα του ήταν σειρά παναθηναϊκών αμφορέων.    

Το 2002 έγινε κι από την Εύη Τουλούπα μια σπουδαία δημοσίευση των γλυπτών απ’ το δυτικό αέτωμα του ναού του Δαφνηφόρου Απόλλωνα.

            Να πούμε ακόμα πως την αρχή της έρευνας για τις Επιγραφές της αρχαίας πόλης έκαναν οι επιγραφολόγοι: AdolfWilhelm (1864-1950), Αυστριακός, που  επισκέφτηκε την Ερέτρια το 1890, και περισσότερο ο Γερμανός ErichZiebart (1868-1944), ο οποίος το 1908 έμεινε εδώ για αρκετό χρονικό διάστημα. 

Να προστεθεί πως σε τούτη την πόλη έζησαν άντρες διάσημοι, όπως ο τραγικός ποιητής Αχαιός (ο αντίπαλος του Αθηναίου τραγικού ποιητή Αγάθωνα, του 5ου π. Χ αι.), ο φιλόσοφος Μενέδημος, ο ζωγράφος Φιλόξενος, ο γλύπτης Φιλήσιος και άλλοι.

Ακόμα, εδώ γεννήθηκε και ο Γόγγυλος, ο οποίος υπό την αιγίδα του Βασιλιά της Περσίας -μάλλον του Δαρείου ή του Ξέρξη- ίδρυσε δυναστεία στη Μικρασιατική Μυσία.

            Δεν πρέπει να μας διαφεύγει πως η Ερέτρια –στο πέρασμα του χρόνου-καταστράφηκε τρεις φορές: το 490 π.Χ. από τους Πέρσες, το 198 π.Χ. από τον Ρωμαίο Λεύκιο Κόιντο Φλαμινίνο και το 86 π.Χ. από το Ρωμαίο ανθύπατο Λεύκιο Κορνήλιο Σύλλα.

Οι επιδρομείς και τις τρεις φορές σκότωσαν, γκρέμισαν και ερήμωσαν την πόλη. Όμως, οι Ερετριανοί κάθε φορά αντιστέκονταν με πείσμα και την έχτιζαν ξανά.

            Ο καθηγητής Χαράλαμπος Δ. Φαράντος λέει ότι όπως το Μεσολόγγι είναι ιερή πόλη για τα νεότερα χρόνια, έτσι και n Ερέτρια, n δοξασμένη πόλη των Αειναυτών, πρέπει πρώτα για το ναό του Απόλλωνα Δαφνηφόρου και ύστερα γιατί είναι αιματοβαμμένη από τις θυσίες των παιδιών της, εκείνων των μακρινών χρόνων, να ανακηρυχτεί κι αυτή ιερή.

Από πολλούς είχε γίνει αποδεκτό ότι η πόλη, η οποία από τους πρώτους μετά Χριστό αιώνες εγκαταλειπόταν σταδιακά, ερημώθηκε έπειτα από ένα δυνατό σεισμό που έγινε το 365 μ.Χ. Στην πραγματικότητα όμως δεν είχε τότε ερημωθεί.

Υπάρχουν ενδείξεις που πείθουν ότι, αν και δεν ευημερούσε, η πόλη εξακολουθούσε να υπάρχει για αρκετά χρόνια ακόμα.

Την ύπαρξη κοινοτικής ζωής στην Ερέτρια και αργότερα, εκτός των άλλων, μαρτυράει και το άγαλμα του Ρωμαίου αυτοκράτορα Καρακάλλα (211-217 μ.Χ.), που είχε στηθεί στην Πλατεία της Αρχαίας Αγοράς. Δεν ήταν δυνατόν η πόλη να εγκαταλειπόταν και ταυτόχρονα να έστηνε αγάλματα! 

Ακόμα, το Σεβαστείο, ένας αυτοκρατορικός ναός που καταστράφηκε τον 5ο αιώνα μ.Χ., όπως και κάποιοι τάφοι του 6ου αιώνα μ.Χ. -κατά μήκος των κεντρικών οδών και κοντά στους αρχαίους ναούς- μάς βεβαιώνουν ότι, μέχρι τότε τουλάχιστον, στην Ερέτρια κατοικούσαν έστω και λίγοι άνθρωποι.

Υπάρχει και η γνώμη, πως ένας άλλος σεισμός, ο οποίος έγινε το 511 μ.Χ. σε τούτη την περιοχή, ίσως προκάλεσε την τελική ερήμωση της ξακουστής πόλης!

Όμως, η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, ένα χιλιόμετρο έξω από τις ανατολικές παρυφές της, όπως και η γύρω νεκρόπολη, μάς λένε πως και εδώ έμεναν κάποιοι κάτοικοι μέχρι και τον 6ο μ.Χ. αιώνα.

Φαίνεται, λοιπόν, πως η Ερέτρια, και μετά την τελευταία της καταστροφή από τους Ρωμαίους το 86 π.Χ., δεν παραμερίστηκε αμέσως από το προσκήνιο. Εξασφάλισε αρκετά χρόνια ακόμα ήσυχης ζωής, κάτω από τη ρωμαϊκή κυριαρχία, αλλά χωρίς να δώσει σημεία άλλης ανοικοδόμησης.

Δεν είναι γνωστό πόσο ακριβώς κράτησε ο μαρασμός με την πόλη να φυτοζωεί. Όμως, με την πάροδο των χρόνων έχασε την αίγλη της και σιγά-σιγά έπεσε σε αφάνεια. Τόσο που για αιώνες μετά η ένδοξη πόλη να μην έχει ούτε ένα σπίτι, ούτε έναν άνθρωπο για κάτοικό της! 

Έμεινε έτσι να κοιμάται μόνη και ξεχασμένη στην ενάλια γη της, έναν ύπνο βαθύ, αγκαλιά με τον ερειπωμένο  πολιτισμό της.

            Περίμενε υπομονετικά, για πολλούς αιώνες, να την ξυπνήσει ο γλυκός χτύπος της αρχαιολογικής σκαπάνης. Να βγάλει από τα σπλάχνα της τους ανεκτίμητους θησαυρούς της, όσους δεν τής άρπαξαν βέβηλα χέρια. Να μάς μιλήσει για κείνα τα μακρινά χρόνια που μεγαλούργησε. Να μας πει για τις χαρές και τις λύπες της!...  

Ονοματολογία

   Κατά τη μυθολογία, το όνομά της η πόλη το οφείλει στον ιδρυτή της Ερετριέα, τον γιο του Τιτάνα Φαέθωνα ή Φαέθοντα.

          Ο Στράβων, ο μεγαλύτερος γεωγράφος και ταξιδευτής του αρχαίου κόσμου, ως πρώτο όνομα της Ερέτριας αναφέρει τοΜελανηίς, το οποίο, όπως λέγεται, προέρχεται από τον μυθικό Μελανέα, τον πατέρα του ήρωαΕύρυτου και βασιλιά της Οιχαλίας.

Άλλοι υποστηρίζουν πως το «Μελανηίς» ήταν προσωνυμία της θεάς  Δήμητρας και ότι προς τιμή της πήρε τούτο το όνομα η πόλη. Υπάρχει ακόμα και η εκδοχή να προέρχεται από το «μέλαινα γη»,  το μαυρόχωμα δηλαδή, την παχιά, την εύφορη γη.    

Όμως, πολλοί επιστήμονες υποστηρίζουν ότι Ερέτρια σημαίνει Κωπηλατίς. Λένε, δηλαδή, πως το τοπωνύμιο προέρχεται από το ρήμα ερέσσω/ερέττω, που σημαίνει κωπηλατώ. Και οι κάτοικοί της οι ερέτες (οι κωπηλάτες) βρίσκονταν συνέχεια στα ερετμά (στα κουπιά), έτοιμοι να διασχίσουν τις γαλάζιες θάλασσες με τα γοργοτάξιδα σκαριά τους.

Έτσι, στο πέρασμα των χρόνων, έχουν ακουστεί οι ονομασίες Ερέτρ(ε)ια, Ειρέτρια, Ερετρία, που μάς θυμίζουν θάλασσες, καράβια και κωπηλάτες. Αλλά και Αρότρια, Αροτρία, Αρετρία, Αλότρια, Αλέτρια, ονομασίες που είναι στενά δεμένες με τα άροτρα, τα αλέτρια, που όργωναν τη γόνιμη γη της.

Σίγουρο πάντως είναι πως, από πολύ παλιά, στην Ερέτρια κατοίκησαν άνθρωποι που ασχολήθηκαν με το ψάρεμα στα ήρεμα νερά της θάλασσας που απλωνόταν μπροστά της. Όπως και με την καλλιέργεια της καρπερής γης, που βρισκόταν δίπλα της.

 Με βεβαιότητα όμως δεν μπορούμε να πούμε αν οι θαλασσινοί ή οι αγρότες έδωσαν πρώτοι το όνομα σε τούτη την προνομιούχα πόλη. Πάντως ο Στράβων (Ι, 1, 10) ως δεύτερο όνομα της πόλης, μετά το Μελανηίς, αναφέρει τοΑρότρια[4]: «Εκαλείτο πρότερον η Ερέτρια και Αρότρια».

           Ιδρυτές - Πρώτοι κάτοικοι

  Για τους ιδρυτές και τους πρώτους κατοίκους της Ερέτριας υπάρχουν πολλές πληροφορίες που αλληλοσυγκρούονται.

         Κατά μια εκδοχή, την πόλη έχτισαν κάτοικοι μιας άλλης Ερέτριας, που βρισκόταν στην Αττική, αλλά άγνωστο πού ακριβώς.

        Ο Γερμανός αρχαιολόγος FritzReyer, επικαλούμενος διάφορες πηγές, συμπεραίνει ότι  ιδρυτές της Ερέτριας ήσαν Αχαιοί που κατοικούσαν στη Φθιώτιδα.

         Ο Ιω. Παπαϊωάννου λέει ότι ο ΄Ελλοπας -ο γιος του Ίωνα[5]- μαζί με τον Αίκλο και τον Κόθο ήρθαν από την Αθήνα και έκτισαν ο πρώτος την Ιστιαία, ο δεύτερος την Ερέτρια και ο τρίτος τη Χαλκίδα.

         Άλλοι, πάλι, ως ιδρυτές της αρχαίας Ερέτριας θέλουν τους Μινύες, έναν αρχαίο λαό από τον Ορχομενό της Βοιωτίας.

          Ο ιστορικός και αρχαιολόγος JulesGirard, στην «Ιστορία της Αρχαίας Εύβοιας» (μετάφραση Γ. Φουσάρα, ΑΕΜ, τ. ΙΑ', σελ.19),αναφέρει ότι ανάμεσα στον 16ο και 14ο  αιώνα π.Χ. οι Κουρήτες του Μίνωα κυριάρχησαν στη θάλασσα και κατάκτησαν ή αποίκησαν τις πιο πολλές Κυκλάδες. Τότε οπωσδήποτε, λέει, και η Εύβοια θα συμπεριλήφθηκε σ’ εκείνη τη μεγάλη εξόρμηση. Αργότερα, υποστηρίζει, οι Κουρήτες πήραν το όνομα Άβαντες από το βασιλιά τους Άβαντα.

          Ο Επ. Βρανόπουλος αναφέρει ότι οι αιολικής καταγωγής Άβαντες ήσαν οι πιο παλιοί κάτοικοι της Εύβοιας και οι πρώτοι Έλληνες που την κατοίκησαν. Οι Κουρήτες, λέει, ήσαν προέλληνες.

Ο καθηγητής Γουναρόπουλος στην «Ιστορία της νήσου Εύβοιας» (Θεσσαλονίκη 1930, σελ. 24) που επικαλείται τον Αριστοτέλη, γράφει πως οι Άβαντες ήσαν Θράκες, οι οποίοι πήγαν και κατοίκησαν πρώτα στην Άβα της Φωκίδας και από κει αργότερα έφυγαν και ήρθαν στην Εύβοια.

Ο καθηγητής Κοντολέων λέει ότι οι Νηλείδες, οι οικιστές της Μιλήτου, κατάγονταν από τη Δ. Πελοπόννησο, από το βασίλειο του Νέστορα. Από την ίδια περιοχή, από τηΜάκιστο της Τριφυλίας, ισχυρίζεται ότι κατάγονταν οι αρχαίοι Ερετριανοί. Τούτο, λέει, το αποδεικνύει και η ονομασία μιας από τις φυλές της Ερέτριας, η Μακιστίδα.

           ΟΆγγ. Φουριώτης («Η Εύβοια ως τον Ζ΄ π. Χ. αιώνα», Α.Ε.Μ., τ. ΙΣΤ', σελ. 262) αναφέρει πως η παράδοση θέλει την πόλη κτίσμα των Αχαιών της Θεσσαλικής Φθιώτιδας, που κατέβηκαν στην Εύβοια διωγμένοι από την πόλη τους Ερέτρια[6]. Και για ανάμνησή της έχτισαν εδώ νέα πόλη δίνοντάς της το ίδιο όνομα.

Ακόμα προσθέτει πως από τη Θεσσαλική Ερέτρια, προσθέτει, κάποιοι πέρασαν και στην Πελοπόννησο και εγκαταστάθηκαν στην Ήλιδα και στην Τριφυλιακή Μάκιστο.

Όμως, και από εκεί διώχτηκαν, για δεύτερη φορά, στα χρόνια της επανάστασης τωνΗρακλειδών-Δωριέων εναντίον των Πελοπιδών-Ατρειδών, για να καταφύγουν κι αυτοί στην Ευβοϊκή Ερέτρια.          

           Τούτος ο αποικισμός, μάλλον, θα πρέπει να είναι αυτός που αναφέρει και ο Αμάσειος γεωγράφος Στράβων. Και θα ήταν αξιόλογος, αφού οι Ερετριανοί κληρονόμησαν από τους Ηλείους τον ρωτακισμό, έναν έντονο και ιδιωματικό τονισμό του γράμματος ρ. Μία συνήθεια για την οποία τους κορόιδευαν και τους διακωμωδούσαν οι σατιρικοί ποιητές της Αθήνας.[7]

            Άλλοι λένε πως και οι Ίωνες ήρθαν πολλές φορές στην κεντρική Εύβοια από την Αττική. Πρώτα στη βασιλεία του Α' Ερεχθέα, αλλά και αργότερα μετά τα Τρωικά. Άλλοι υποστηρίζουν πως οι περισσότεροι Ίωνες ήρθαν εδώ από τα νησιά του Αιγαίου και κυρίως από τις κοντινές μας Κυκλάδες.

          Σ’ αυτά τα ασαφή χρόνια, ο Γάλλος αρχαιολόγος JulesGirard(ό. π., σελ. 20, 21) αναφέρει ότι εγκαταστάθηκαν στην Ερέτρια ο Αίκλος και ο Κόθος, οι γιοι του Ξούθου, οι οποίοι στη συνέχεια ίδρυσαν την Κήρινθο στη βορειοκεντρική Εύβοια, κοντά στο σημερινό Μαντούδι.         

          Γύρω στο 1450 π.Χ., λένε, πως οΚάδμος πέρασε με τους Φοίνικες από τη Θήβα στην Εύβοια και έκτισαν τη Χαλκίδα.

        Ο πατέρας της Ιστορίας Ηρόδοτος (V 57) μας πληροφορεί ότι οι Γεφυραίοι, οι πρόγονοι των τυραννοκτόνων Αρμόδιου και Αριστογείτονα -όπως έλεγαν οι ίδιοι- κατάγονταν από την Ερέτρια[8].

        ΟΦουριώτης (ό. π., σελ. 242, υποσ. 309), γράφει πως οι Γεφυραίοι ήσαν απόγονοι των Φοινίκων, που έφερε στην Ελλάδα ο Κάδμος. Όμως, όχι από εκείνους που είχαν πάει να μείνουν μαζί του στη Βοιωτία, αλλά από εκείνους που είχαν μείνει στην Ευβοϊκή Ερέτρια.

            Προσθέτει ακόμα (ο. π., σελ.246), πως οι Γεφυραίοι πέρασαν από την Τανάγρα στην Ερέτρια δύο φορές, πρώτα στα χρόνια του διωγμού της Διονυσιακής λατρείας και μετά στα χρόνια του πολέμου των επιγόνων.

Ο Στράβων γράφει πως στην Εύβοια μαζί με τον Κάδμο είχαν μετακομίσει και Άραβες. Προσθέτει μάλιστα πως τούτοι οι Άραβες είχαν παραμείνει στη Χαλκίδα και την Ερέτρια. Υπάρχει και η εκδοχή να ήρθαν πρώτα στην Ερέτρια, μετά στην Τανάγρα κι από κει αργότερα να πήγαν στην Αθήνα.

           Ο Φουριώτης (ό. π., σελ. 245, υποσημ.318), επικαλούμενος τον Geyer, λέει πως Άραβες πρέπει να νοούνται οι Άβαντες, αφού ο Κάδμος μπερδεύεται, λέει, μέσα στους αρχαίους βοιωτικούς μύθους. Τούτοι οι Άραβες ήσαν μάλλον Έλληνες έποικοι, που ζούσαν τα προηγούμενα χρόνια σε Αραβικές περιοχές.

         Ο Όμηρος, στον οποίο οφείλουμε και την πρώτη μαρτυρία, αναφέρει ότι κατά την εποχή του Τρωικού πολέμου στην Εύβοια κατοικούσαν οι Άβαντες (Ιλιάδα Β 536-545)[9].

          Οι Άβαντες, λένε, συνήθιζαν να κουρεύουν τα μαλλιά τους μπροστά και να τα αφήνουν μακριά μόνο στο πίσω μέρος. Και τούτο γιατί, όταν πολεμούσαν και συμπλέκονταν με τους αντιπάλους τους, όταν έρχονταν δηλαδή σώμα με σώμα, να μην μπορούν οι αντίμαχοι να τους πιάνουν απ’ τα μαλλιά[10]. Ο Όμηρος (Ιλιάδα Β 323, Β 542 κ. α.) -επειδή κουρεύονταν έτσι-τουςονομάζει «όπιθεν κομόωντες»[11].

            Ο Φουριώτης (ό. π., σελ.230/231) λέει ότι οιΚουρήτες κατά την παράδοση ανήκαν στους πρωτοελληνικούς λαούς και λογαριάζονταν ως πρώτοι κάτοικοι της Αιτωλίας. Μετά την ήττα τους, προσθέτει, από τους Καλυδώνιους –με τη βοήθεια του Μελέαγρου- ήρθαν στην Εύβοια και εγκαταστάθηκαν στο Ληλάντιο πεδίο.

Και επικαλούμενος τον Αρχέμαχο, αναφέρει ότι οι Κουρήτες κούρευαν μόνο μπροστά τα μαλλιά τους και σ’ αυτό, κατά μία εκδοχή, οφείλουν και το όνομά τους. Αργότερα, λέει, οι Άβαντες μιμήθηκαν τους Κουρήτες στο κόψιμο των μαλλιών τους, όπως και στο να πολεμάνε σώμα με σώμα.

             Ο Κ. Αλεξανδρής (1963) αναφέρει πως οι αρχαιότεροι γνωστοί κάτοικοι της Κεντρικής Εύβοιας ήσαν οιΆβαντες ή Κουρήτες και ότι αργότερα ήρθαν από την Αττική οι Ίωνες. Μπορεί, δηλαδή, οι Άβαντες να ήσαν αυτοί που έκοβαν μόνο μπροστά τα μαλλιά τους –οι «όπισθεν κομόωντες»- και απ’ αυτό το γεγονός να πήραν και την προσωνυμία  Κουρήτες.

Όμως, μέσα σ’ αυτή την ασαφή και μπερδεμένη χρονική περίοδο, του μύθου και της ιστορίας, για τίποτε δεν μπορεί κανείς να είναι απόλυτα βέβαιος. Αφού και οι υπάρχουσες πληροφορίες πολλές φορές αλληλοσυγκρούονται.

Το μόνο σίγουρο είναι ότι ηΕρέτρια ήταν μία από τις αρχαιότερες και σημαντικότερες πόλεις της αρχαίας Ελλάδας.

Η Ερέτρια των νεότερων χρόνων

   Η Ερέτρια, όπως προαναφέρθηκε, από τον 5ο περίπου αιώνα μ.Χ. μέχρι και την απελευθέρωση του γένους από τον τούρκικο ζυγό ήταν έρημη. Έτσι, ο χώρος ήταν ελεύθερος να δεχθεί νέους κατοίκους. Η μοίρα θέλησε τούτοι οι άνθρωποι να είναι οι περιπλανώμενοι από τις 24 Ιουνίου του 1824 -μετά την καταστροφή του ηρωικού τους νησιού- Ψαριανοί.

Τη μέρα της καταστροφής των Ψαρών, υπό δραματικές συνθήκες, 3.000 περίπου Ψαριανοί, από εκείνους που βρέθηκαν σ’ εκείνο το ολοκαύτωμα, έπειτα από μια απελπισμένη και επικίνδυνη προσπάθεια εξόδου, ανάμεσα από τα τούρκικα πλοία, κατόρθωσαν να σωθούν.

Να θυμίσουμε, ότι στις 26 Μαρτίου (7 Απριλίου με το νέο ημερολόγιο) του 1833, έπειτα από 363 ολόκληρα χρόνια πικρής σκλαβιάς, η Εύβοια επιτέλους ήταν ελεύθερη!

 Με την έκδοση Βασιλικού Διατάγματος, στις 7/19  Δεκεμβρίου του 1833, αποφασίστηκε η εγκατάσταση των Ψαριανών στην Ερέτρια. Ακολούθησαν και άλλα Διατάγματα, κάποια μάλιστα απ’ αυτά δεν δημοσιεύτηκαν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Για να πάρουν, όμως, στην κατοχή τους κτήματα και οικόπεδα εδώ οι Ψαριανοί θα περάσουν πολλά χρόνια ακόμα, γιατί τα γρανάζια της κρατικής μηχανής ήσαν πολύ βραδυκίνητα…             

Τα βάσανά τους άρχισαν να παίρνουν τέλος στις 30 Μαΐου του 1847, τρεις περίπου μήνες μετά τη δημοσίευση του Νόμου ΝΗ «περί συνοικισμού των Ψαριανών»[12].

Τότε πολλοί από τους περιπλανώμενους Ψαριανούς πήραν κτήματα και οικόπεδα στην Ερέτρια και άρχισαν να χτίζουν εδώ τα σπίτια τους[13].

 Τούτα τα χρόνια, που αναστήθηκε η επί αιώνες ερειπωμένη Ερέτρια, αρχίζει και η νεότερη ιστορία της πόλης.    

Ανάμεσα σ’ εκείνα τα σπίτια που χτίστηκαν τότε εδώ –αλλά σήμερα δεν υπάρχει- ήταν κι αυτό του ζωντανού θρύλου, του μπουρλοτιέρη και ναυάρχου  Κωσταντή Κανάρη, του μετέπειτα Γερουσιαστή, Υπουργού και Πρωθυπουργού της Ελλάδας. Αργότερα έχτισαν σπίτι εδώ και ο γιος του Μιλτιάδης, καθώς και ο γαμπρός του μηχανικός Θανάσης Γεωργιάδης, σύζυγος της κόρης του Αθηνάς.

Να προστεθεί, πως σε έκφραση εθνικής ευγνωμοσύνης, για τις προσφορές τους, αλλά και για τα πολλά δεινά που υπέστησαν οι Ψαριανοί, ηΠολιτεία τούς παραχώρησε και κάποια προνόμια.

Έτσι, με ψήφισμα του 1844 ορίστηκε προνομιακή εκλογή δύο βουλευτών για τους Ψαριανούς, ανεξάρτητα από τον αριθμό των ψηφοφόρων. Το προνόμιο τούτο κράτησε  μέχρι το 1935, οπότε το κατάργησε ο Γ. Κονδύλης, όταν βρέθηκε για λίγο στην αντιβασιλεία.

            Να πούμε ακόμα πως με Β. Δ. του 1848 η Ερέτρια «τιμής ένεκεν» ονομάστηκε Δήμος, αν και δεν είχε τον απαιτούμενο αριθμό κατοίκων.

Με άλλο Διάταγμα του 1849, η καινούρια πόλη μετονομάστηκε σε Νέα Ψαρά. Όμως, τούτη η ονομασία έμεινε μόνο στα χαρτιά, αφού κι αυτοί οι ίδιοι οι Ψαριανοί χρησιμοποιούσαν το όνομα Ερέτρια.

Στα μητρώα του Δήμου Νέων Ψαρών ήσαν γραμμένοι οι απανταχού διαμένοντες Ψαριανοί. Έτσι, κάθε φορά που γίνονταν βουλευτικές ή δημοτικές εκλογές, όπου κι αν κατοικούσαν, εδώ έρχονταν και ψήφιζαν. Και ο Κανάρης εδώ ψήφιζε και με τους ψήφους των Ερετριανών εκλεγόταν βουλευτής.

           Λέγεται ότι οι περισσότεροι ντόπιοι, που κατοικούσαν στις γύρω περιοχές, δεν είδαν με καλό μάτι τον ερχομό και την εγκατάσταση των Ψαριανών στην Ερέτρια. Πολύ περισσότερο οι τσοπάνηδες, που είδαν να τούς λιγοστεύουν τα βοσκοτόπια.

Όπως και να έχει, πολλοί Ψαριανοί σποραδικά άρχισαν να εγκαταλείπουν την Ερέτρια και ιδιαίτερα το 1912, όταν το ηρωικό νησί της «Ολόμαυρης Ράχης» απελευθερώθηκε και ανασυστάθηκε η Κοινότητα των Παλαιών Ψαρών.

Όμως, αν και οι περισσότεροι Ψαριανοί είχαν εγκαταλείψει την Ερέτρια, η πόλη εξακολουθούσε να φέρει την ονομασία Νέα Ψαρά. Μισόν αιώνα περίπου αργότερα, με το Β.Δ. 523/23-7-1960 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 124/1960), ξαναπήρε το παλιό της όνομα: Ερέτρια.

                                                     *

   Το 1922, όταν ήρθαν για τον ελληνισμό και πάλι δίσεκτα χρόνια και τα καραβάνια με τους κατατρεγμένους/ξεριζωμένους, από τα μέρη του ήλιου, έφτασαν στην Ελλάδα, η νυφούλα του Ευβοϊκού ήταν σε θέση να δεχθεί και ένα μέρος απ’ τους πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής.     

            Κάποιους από εκείνους τους δυστυχισμένους, που με την ψυχή στο στόμα ζητούσαν μια ζεστή γωνιά, για να ξαναφτιάξουν τη ζωή τους. Να κάνουν μια καινούργια αρχή, για ένα ειρηνικό, για ένα καλύτερο αύριο. Να βρουν τα χαμένα βήματά τους και να ζήσουν μια ήρεμη και πιο ευτυχισμένη ζωή!

             Βέβαια, πέρασαν πολλά χρόνια από τότε, οι πληγές απ’ αυτή την πικρή ιστορία έχουν κλείσει προ πολλού. Οι πρόσφυγες, που ήρθαν εδώ, με τη δουλειά τους κατάφεραν να ξεπεράσουν τα δεινά του ξεριζωμού και να ενταχθούν επάξια στους κόλπους μιας συνεχώς εξελισσόμενης κοινωνίας.

Η Ερέτρια σήμερα

   Η σημερινή Ερέτρια είναι μια σύγχρονη κωμόπολη που, ιδιαίτερα τις τελευταίες δεκαετίες, έγινε πόλος έλξης και άρχισε ν’ αναπτύσσεται με γοργούς ρυθμούς. 

            Δεν είναι τυχαίο που νέοι κάτοικοι, από διάφορα μέρη και περισσότερο από την περιοχή της Αθήνας, έχουν επιλέξει τούτη την πόλη για να κτίσουν όχι μόνο την εξοχική, αλλά και τη μόνιμη κατοικία τους.

        Σήμερα η Ερέτρια αριθμεί πάνω από έξι  χιλιάδες κατοίκους, οι οποίοι τους θερινούς μήνες τετραπλασιάζονται, αφού η πόλη σιγά-σιγά αναδείχτηκε σ’ ένα σπουδαίο θέρετρο. Τα πορθμεία της έχουν πυκνή καθημερινή ανταπόκριση με τον Ωρωπό, όλη τη διάρκεια του έτους.      

Οι δαντελωτές της παραλίες θεωρούνται από τις πλέον ωραιότερες του Ευβοϊκού. Στην ευρύτερη περιοχή της βρίσκονται μερικές από τις μεγαλύτερες ξενοδοχειακές μονάδες της Εύβοιας, οι οποίες κάθε χρόνο φιλοξενούν ένα μεγάλο αριθμό Ελλήνων και ξένων τουριστών.

Ο επισκέπτης της Ερέτριας έχει την ευκαιρία να ηρεμήσει απολαμβάνοντας το απαλό τοπίο και τη γαλήνια θάλασσα του Ευβοϊκού.

Το υπέροχο λιμάνι της πόλης -που ανατολικά αγκαλιάζεται απ’ το πανέμορφο Πεζονήσι/Νησί των Ονείρων-, οι γραφικές της ακρογιαλιές και η γενικότερη τουριστική της υποδομή καθιστούν την Ερέτρια ιδανικό τόπο διακοπών. 

Η αγορά της πόλης προσφέρει οτιδήποτε χρειαστεί κανείς, στις δε παραδοσιακές της ταβέρνες, που οι περισσότερες βρίσκονται στην παραλία, θα βρει ποικιλία εδεσμάτων σε λογικές τιμές.

Ο επισκέπτης όπου κι αν στραφεί, στους μικρούς και μεγάλους περιπάτους του, θα έρθει σε επαφή με την ιστορία της πόλης. Θα έχει την ευκαιρία να θαυμάσει τα υπολείμματα από τα Αρχοντόσπιτα του 4ου π. Χ. αιώνα, το Θέατρο, το ναό του Δαφνηφόρου Απόλλωνα, τα Ρωμαϊκά Λουτρά. Ακόμα ίχνη από το ναό του Διονύσου και του Ισείου, το σπίτι με τα υπέροχα ψηφιδωτά, όπως και τα αξιόλογα νεοκλασικά κτίρια της πόλης.

Λίγο παραπάνω χρόνος θα χρειαστεί για μια επίσκεψη στο Αρχαιολογικό Μουσείο της πόλης. Εκεί μπορεί κανείς να δει και να θαυμάσει πολύ ενδιαφέροντα εκθέματα, όπως πανάρχαια ευρήματα από το Λευκαντί και την Ερέτρια των γεωμετρικών χρόνων. Ακόμα υπέροχα αρχαϊκά γλυπτά από το δυτικό αέτωμα του ναού του Απόλλωνα, με το μοναδικό σωζόμενο σύμπλεγμα Θησέα και Αντιόπης. Ευρήματα από το ιερό της Αμαρυνθίας Αρτέμιδας κ.ά.

Ενδιαφέρουσα είναι και μια περιήγηση στα γύρω χωριά: Άνω Βάθεια, Καλλιθέα, Γυμνού, Σέττα, Γέροντα, Θεολόγο και σε αρκετά άλλα μέρη.

   Επιλογικά σημειώνουμε ότι στο Δήμο Ερέτριας, με την εφαρμογή του νόμου «Καλλικράτης», με τον οποίο έγιναν οι εκλογές τον Νοέμβριο του 2010, συγχωνεύτηκε και ο Δήμος Αμαρυνθίων. Στην απογραφή του 2001 οι κάτοικοι της Ερέτριας ήσαν 5.969 και της Αμαρύνθου 7.356. Στην τελευταία απογραφή του 2011 ο πληθυσμός του σημερινού Δήμου της Ερέτριας (μαζί δηλαδή και των δύο πρώην Δήμων Ερέτριας και Αμαρυνθίων) είναι 13.160 κάτοικοι (6.690 άντρες και 6.470 γυναίκες).

Γιάννης Μαγκούτας

gianmag@hol.gr.

Τηλ.:22290/63196

210/7664151

Κιν.:  6945367113

6974690471

                                                                            



[1]Ο πρώτος που συνδέει το όνομα της Ερέτριας με το επίθετο οφρυόεσσα (από τη λέξη οφρύς –ύος, φρύδι) είναι οΝόννος ο Πανοπολίτης, ο έλληνας επικός ποιητής του 5ου αιώνα μ.Χ. από την Αίγυπτο (βιβλίο ΙΓ΄, στ.159 κ. εξ.) μάλλον από τη θέση της Ακρόπολης, η οποία φαντάζει σαν περίγραμμα τοξωτού φρυδιού πάνω από την πόλη. Το οφρυόεσσα χρησιμοποιείται από τον Όμηρο (Ιλ. Φ, 410) για την Τροία και από την εποχή του Ησίοδου συχνότερα για την Κόρινθο. Ο DenisKnoepfler(Ερέτρια, 2004, σ.81) λέει ότι τούτο το σπάνιο επίθετο ο Νόννος πιθανόν να το δανείστηκε απ’ τον Καλλίμαχο τον Κυρηναίο ή από τον Σιμωνίδη τον Κείο. Είναι γνωστό ότι ο Σιμωνίδης, ο διάσημος επιγραμματο-ποιός και χορικός ποιητής, είχε υμνήσει μια χιλιετία νωρίτερα τους ευγενείς πολεμιστές της Ερέτριας που πέθαναν μαχόμενοι τους Πέρσες. Ίσως ήθελε να εξυμνήσει και την πατρίδα τους με ένα αστραφτερό επίθετο.

[2] Από την κυρίως Ελλάδα, μόνο η Ερέτρια με πέντε τριήρεις και η Αθήνα με είκοσι είχαν πάρει μέρος σ’ εκείνη τη μακρινή εκστρατεία.

[3] Ο Λουδοβίκος Ρος ήταν καθηγητής Αρχαιολογίας και Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών από το 1837 μέχρι το 1843. Είχε περάσει από την Ερέτρια στις 7 Οκτωβρίου του1844. Ήταν στη συνοδεία του βασιλιά Όθωνα και της Αμαλίας στο ταξίδι τους που έκαναν τότε στην Κεντρική Εύβοια.

[4] Αρότρια: πόλη του αρότρου δηλαδή, του αλετριού.

[5] Ο Ίωνας και ο Έλλοπας κάποιοι μελετητές λένε πως ήσαν αδέρφια.

[6] Στην ίδια περιοχή υπάρχει και σήμερα μικρό χωριό που το λένε Ερέτρια.

[7]Οι αρχαίοι Ερετριανοί συνήθιζαν πολλές φορές να χρησιμοποιούν αντί για σ (σίγμα) το γράμμα ρ (ρο) στο τέλος των λέξεων, αλλά και στη μέση όταν το σίγμα βρισκόταν ανάμεσα σε δύο φωνήεντα. Τη λέξη σκληρότης π.χ. την πρόφεραν σκληρότηρ. Έλεγαν Αρτεμίρια αντί Αρτεμίσια, παιρίν αντί παισίν, άρχουριν αντί άρχουσιν κλπ.  

[8]Ο Αρμόδιος και ο Αριστογείτονας το 514 π.Χ. –τη μέρα που γίνονταν τα Παναθήναια- σκότωσαν τον Ίππαρχο, τον αδελφό του τύραννου Ιππία και γιο του Πεισίστρατου (Ηρόδ. Ε΄ 55,56), γιαυτό και τους αποκάλεσαν τυραννοκτόνους.  Το 549 π.Χ., μετά τη δεύτερη εξορία του, ο Πεισίστρατος είχε έρθει από την Αθήνα και εγκαταστάθηκε στην Ερέτρια μαζί με τα παιδιά του για πολλά χρόνια. Εδώ, τότε, ξαναπαντρεύτηκε με μια πλούσια και όμορφη Ερετριανή, την Κοίσυρα ή Κοισύρα. Αργότερα, το 490, ο Ιππίας, που τότε είχε καταφύγει στην Περσία, οδήγησε τους Πέρσες να καταλάβουν την Ερέτρια και την Αθήνα, γιατί είχαν πάρει μέρος στην ιωνική επανάσταση του 499 π. Χ.

[9] Ο Τρωικός πόλεμος κατά τις τελευταίες εκτιμήσεις έγινε γύρω στο 1194 με 1184 π.Χ.

[10]Τη σημασία αυτή κατάλαβε αργότερα και οΜέγας Αλέξανδρος και  έδωσε διαταγή στους στρατιώτες του να ξυρίζουν τα γένια τους.

[11] Πρόσεξα κάποιους να γράφουν: κομώοντες. Στο ομηρικό κείμενο το βρίσκουμε: κομόωντες,

[12]Τελευταία πληροφορηθήκαμε ότι κάποιοι είχαν πάρει οικόπεδα εδώ και είχαν αρχίσει να χτίζουν τα σπίτια τους από το 1844.

[13] Προσωρινά οι περισσότεροι διασωθέντες Ψαριανοί, μετά την καταστροφή του νησιού τους, εγκαταστάθηκαν στη Μονεμβασιά, με προσωρινό φρούραρχο τον Κ. Κανάρη. Κάποιοι απ’ αυτούς πήγαν στη Σύρο και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή, που την ονόμασαν «Ψαριανά», και κάποιοι άλλοι πήγαν στις Σπέτσες. Χίλιοι περίπου Ψαριανοί, όπως και η «Επιτροπή» του νησιού, εγκαταστάθηκαν στην Αίγινα όπου βρισκόταν και η έδρα της κυβέρνησης.   

Διαβάστηκε 8862 φορές